τριάκις

τριάκις
(I)
Α
επίρρ. τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεῖς* / τρῖς / τρία, κατά το τετράκις].
————————
(II)
ο, Ν
ζωολ. γένος μικρόσωμων καρχαριών τής οικογένειας τριακίδες που απαντούν στις δυτικές ακτές τών ΗΠΑ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

  • συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… …   Dictionary of Greek

  • τριακίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια σελάχιων ιχθύων, μικρών καρχαριών, με τυπικό το γένος τριάκις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”